Δημήτρης Β. Κοφτερός: Σωτήριος-Sam Τσιάνης - Κυμβαλίστας - εθνομουσικολόγος - ερευνητής



Σωτήριος - Sam Τσιάνης.
Κυμβαλίστας - εθνομουσικολόγος -  ερευνητής

του Δ. Β. Κοφτερού*

Η ενασχόλησή μου με τη μουσική και ειδικότερα με το σαντούρι, έγινε αφορμή να συναναστραφώ και να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους στο χώρο της μουσικής, να βοηθηθώ, να μάθω και να αγαπήσω πιο πολύ τη μουσική μας παράδοση. Η γνωριμία με τον κ. Σωτήρη - Sam Τσιάνη, είναι πραγματική ευλογία όχι γιατί έχει στη κατοχή του ένα βαρύγδουπο βιογραφικό σημείωμα, αλλά διότι η σεμνότητα και η απλότητα του συμβαδίζουν με τη γνώση και την ανθρωπιά.
Τον κ. Τσιάνη τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1986 στο θέατρο της «Δόρα Στράτου», όπου έπαιζα σαντούρι. Μια βραδιά, αφού τέλειωσε η παράσταση, με πλησίασε ένας καλοσυνάτος άνθρωπος και με σπαστά ελληνικά αφού μου έδωσε συγχαρητήρια, μου συστήθηκε. «Είμαι ο Sam Τσιάνης, καθηγητής μουσικής στη Νέα Υόρκη και παίζω λίγο σαντούρι». Με παραπλάνησε η φράση του «παίζω λίγο σαντούρι». Δεν μπορούσα να φανταστώ πως συνομιλούσα με ένα μεγάλο «μάστορα του σαντουριού» (κύμβαλου), με ένα σπουδαίο ερευνητή, ένα διάσημο εθνομουσικολόγο, ένα σεμνό άνθρωπο, ένα πραγματικό Έλληνα. Τα έμαθα στη πορεία της γνωριμίας μας μέσα απ’ τις συνομιλίες μας, το βιογραφικό του σημείωμα και τις συνεντεύξεις που μου παραχώρησε. Θα ήθελα να σας τον γνωρίσω.
Ο Sam Τσιάνης γεννήθηκε στη Santa Barbara της Καλιφόρνια την 1 Οκτωβρίου του 1926 από Έλληνες μετανάστες πρώτης γενιάς. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης με καταγωγή απ’ το Βαλτέτσι, (Τρίπολη-Πελοπόννησος) και πήγε στην Αμερική το 1906. Η μητέρα του καταγόταν απ’ το χωριό Άθηρος της Μακεδονίας. Ο πατέρας του ήταν μερακλής, του άρεσε η μουσική και προπάντων τα κλέφτικα και τα τσάμικα. «Όταν έφυγε από δω, την Ελλάδα, αυτά ήταν στην καρδιά του. Τα έφερε μαζί του και κάθε Κυριακή το σπίτι ήταν γεμάτο με φίλους. Στο τραπέζι υπήρχαν μεζέδες και κρασί, και η παρέα τραγουδούσε κλέφτηκα. Έτσι μεγάλωσα». Παράλληλα στο χωριό που γεννήθηκε, τη Santa Barbara, ερχόταν ένα ελληνικό μουσικό συγκρότημα, λαούτο - σαντούρι - κλαρίνο, και παίζαν σε διάφορες εκδηλώσεις (γάμους, πανηγύρια και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις). «[…] θυμάμαι πως μικρό παιδί, πήγαινα από κάτω απ’ το σαντούρι, στο πάτωμα, να ακούσω. Α! τι ωραία… και λέω ωραίο όργανο...»
Στα οκτώ του χρόνια έχασε τη μητέρα του και λίγο αργότερα μετακόμισαν στο Λονγκ Μπιτς της Καλιφόρνια. Στο σχολείο πήρε μαθήματα μουσικής και κλαρίνου. Ο πατέρας του είχε ένα κλαρίνο παλιού τύπου με λίγα κλειδιά, ακατάλληλο για να μάθει. Έτσι αναγκάσθηκε να δανεισθεί ένα μεταλλικό απ’ το σχολείο και μ’ αυτό σιγά - σιγά έμαθε. Μαθήματα κλαρίνου πήρε και ο αδερφός του, πρακτικά όμως, από κάποιο Ρουμελιώτη κλαριντζή, τον Γιάννη Αλεξανδρή. Αυτός έπαιζε στο στιλ του Καραγιάννη. «Ο πατέρας μου λέει, δεν κάνει να παίζετε και οι δύο κλαρίνο, και λέω: εγώ θα παίξω σαντούρι. Αυτός που έπαιζε σαντούρι (στο συγκρότημα στη Santa Barbara) λεγόταν Κόλλιας και είχε ένα μικρό σαντούρι. Το πήρα και σιγά - σιγά έπαιζα πρακτικά. Με τον αδερφό μου κλαρίνο και έναν απ’ την Πόλη που έπαιζε κανονάκι κάναμε συγκρότημα. […] Παίζαμε σε γάμους, πανηγύρια, διάφορα».
Το 1944 αποφοίτησε από το σχολείο και αμέσως κατατάχθηκε στο στρατό απ’ όπου απολύθηκε τον Ιούλιο του 1947. Ασχολήθηκε με το επάγγελμα του τσαγκάρη και συνέχισε να παίζει ελληνική παραδοσιακή μουσική.
Στη συνέχεια αγόρασε το μεγάλο όργανο του Κόλλια για 50 δολάρια, που το είχε κατασκευάσει ο Γκράτσιας[1]. Ήταν ωραίο όργανο. «Μια μέρα ήρθε ο αδερφός μου και μου λέει: απόψε είδα ένα όργανο μεγάλο και παίζει ο Franc Γαζής σε ένα εστιατόριο. Πήγα και όταν είδα το μεγάλο Ουγγαρέζικο κύμβαλο[2], τι ωραία φωνή, είπα αυτό θέλω να παίξω. […] Ο Γαζής ήταν απ’ την Άνδρο. Έπαιζε γλυκά. Δεν έχω ακούσει κανέναν να παίζει τόσο γλυκά. Ήταν μεγάλος τεχνίτης. Ότι ήθελες κλασικό κομμάτι το έπαιζε γιατί ήταν το ψωμί του».
Το εντυπωσιακό ουγγρικό κύμβαλο και το γλυκό παίξιμο του Γαζή, έκαναν το Sam να αγοράσει κύμβαλο από έναν Ούγγρο μουσικό, ο οποίος μόλις το πούλησε έφυγε απ’ την Καλιφόρνια στη Νέα Υόρκη. Το κύμβαλο έχει διαφορετικό κούρδισμα απ’ το σαντούρι και ο Sam δεν ήξερε να το παίξει. Είχε όμως μεγάλη μανία για να μάθει, να βρει δάσκαλο. «Στο σωματείο του Hollywood, είχαν ένα βιβλίο με όλα τα ονόματα, ποιος παίζει βιολί, κλαρίνο, και για κύμβαλο ήταν οι περισσότεροι Ούγγροι και τελευταίος ήταν ο Σπύρος Στάμος[3]. Αλλά στο Σαν Φραντζίσκο, 500 μίλια. [...] Πήγαινα ακόμα στο Πανεπιστήμιο. Είχα μανία, είχα όργανο, αλλά ήθελα δάσκαλο. Και είπα στον Καρατάσο[4] ότι, έμαθα δύο (τραγούδια), το Μεμέτη και το Μαντίλι Καλαματιανό. Αυτά τα δύο τα μελετούσα, μελετούσα να τα παίξω όσο καλύτερα μπορώ. Μπαίνω στο αυτοκίνητο, πηγαίνω στο Σαν Φραντζίσκο, 500 μίλια, να ρωτήσω το Στάμου, να μου δώσει μαθήματα. Και εκεί που έπαιζε σένα εστιατόριο, ναϊτ κλάπ, ντρεπόμουνα να τον ρωτήσω και γύρισα πίσω. Μετά από ένα-δυο μήνες, ξαναπήγα και έπαιζε σε μπάρ, απ’ τις 12 μέχρι τις 2 το πρωϊ. Έπαιζε, ήταν τεχνίτης, και πήρε διάλλειμα και λέω στα Ελληνικά. Σας παρακαλώ, εγώ είμαι ο Σωτήρης και θέλω να μάθω κύμβαλο. Και λέει πρώτα-πρώτα: έχεις όργανο; του λέω έχω όργανο, ένα Shounda[5]. Λέει, α ωραία. Γιατί θέλεις να μάθεις; γιατί παίζω Ελληνικά. Λέει, παίζεις; Λέω όχι πολλά γ’ αυτό θέλω να μάθω. Λέει, πάρε τις μπαγκέτες και πήγαινε να παίξεις. Γεμάτο το μέρος (κόσμο) και λέω εγώ μόνο δύο τεμάχια ξέρω. Πριν (στην αρχή της κουβέντας) λέει (ο Στάμου): εγώ δεν έχω δώσει ποτέ μαθήματα σε κανέναν. Έπαιξα το Μεμέτη από Ντο και δεύτερον το Μαντίλι Καλαματιανό, όσο μπορούσα. Θέτω τις μπαγκέτες και κατεβαίνω, και λέει: πότε θα αρχίσουμε; τη Κυριακή και τη Δευτέρα δεν εργάζομαι. Και λέω Κυριακή θα είναι ωραία… Στο μαγαζί υπήρχαν δυο κύμβαλα, τα φέρναμε κοντά και παίζαμε. Μου έδειξε χειρισμό, με βοήθησε πάρα πολύ. Ήθελα να μάθω Ελληνικά, δηλαδή, καλαματιανά, συρτά, διάφορα (άλλα) που ήξερε, αλλά λέει, όχι πρέπει να μάθεις κλασικά γιατί αυτά έχουν ψωμί. Τα Ελληνικά δεν έχουν ψωμί. Τότε όταν ήταν με τον Γρέτση το 1918-1920, μετά τον Α΄ πόλεμο, ναι (είχαν πέραση) αλλά τώρα όχι. […] Αυτά που έπαιζα με τον αδερφό μου, σιγά - σιγά τα έμαθα στο κύμβαλο».
Για ένα χρόνο, ταξίδευε κάθε Σαββατοκύριακο από το Λονγκ Μπιτς στο Σαν Φρανσίσκο, μια απόσταση 900 μιλίων για να πάρει μαθήματα. Επειδή το ταξίδι ήταν ιδιαίτερα κουραστικό και δαπανηρό, εγκαταστάθηκε σε μια αποθήκη στην αυλή του Σπύρου Στάμου, και έμεινε δυο χρόνια, δηλαδή ως το 1951.
Μανιώδης καθώς ήταν και με τις οδηγίες του Σπύρου Στάμου, έγινε σπουδαίος κυμβαλίστας. Η πορεία του επιβεβαιώνει την αγάπη και το ταλέντο του για το κύμβαλο και τη μουσική. Έπαιξε ως σολίστ με διάφορες επαγγελματικές ορχήστρες [Ορχήστρα Συλλόγου Συνθετών Φιλαδέλφειας, Φιλαρμονική oρχήστρα Νέας Υόρκης (έργα Stravinsky), Βορειοανατολική Φιλαρμονική oρχήστρα, Συμφωνική ορχήστρα Βοστόνης (Spectrum Concert Series), Συμφωνική oρχήστρα Συρακουσών, Συμφωνική oρχήστρα Binghamton, Συμφωνική ορχήστρα Buffalo], πήρε μέρος σε πολλές επαγγελματικές ηχογραφήσεις (Les noces, πρώτη ηχογράφηση από την κανονική version του Igor Stravinsky, με δ/ντή ορχήστρας τον Leo Craft. Columbia Records m.33201, Eclat, του Pierre Boulez,. Epirotika, Ελληνική παραδοσιακή μουσική και χορός απ’ τη Βόρειο Ελλάδα. Ν.Υ. FSS 34024 & FSS 34025, Ravi Shankar/Portrait of Genius, 1964), συμμετείχε ως σολίστ στο κύμβαλο σε κοντσέρτα σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση (Eclat, του Pierre Boulez, Ραψωδία για κύμβαλο (σαντούρι) και ορχήστρα, του Eugene Zador, μαζί με την ορχήστρα του Binghamton, το 1989) και εργάσθηκε για πολλά χρόνια ως μουσικός και κυμβαλίστας σε μερικά από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά στούντιο του Χόλιγουντ (Universal studios, Metro Goldwyn Mayer, Columbia studios, Walt Disney studios, Paramount studios). Τέλος, στην Αθήνα, έπαιξε στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση.
Το 1951 η γυναίκα του Μαργαρίτα, τον πείθει να επιστρέψει στο κολλέγιο για να ολοκληρώσει τις σπουδές του στη μουσική. Το 1953 τελείωσε το Πανεπιστήμιο, πήρε πτυχίο BS music (θετικών επιστημών) και ένα χρόνο αργότερα μεταπτυχιακό M.A. Music στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών. Αμέσως γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA), όπου έγραψε μακροσκελή ερευνητική εργασία αναφορικά με την ελληνική παραδοσιακή μουσική. Το 1956 τον δέχτηκαν ως φοιτητή στο UCLA και στη συνέχεια παρακολούθησε το πρόγραμμα σπουδών στην Εθνομουσικολογία. Το 1967 έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα (PhD) στην Εθνομουσικολογία από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA).
Έχει διδάξει εθνομουσικολογία σε διάφορα πανεπιστήμια όπως το UCLA, το Yale, το Colgate και το Wesleyan. Από το 1968 μέχρι το 1994 δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Binghamton (Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης), όπου ξεκίνησε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα εθνομουσικολογίας και όπου υπηρέτησε ως Διευθυντής του Μουσικού Τμήματος.
Το 1958 τον Αύγουστο, με επιχορήγηση του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, έρχεται στην Ελλάδα για να μελετήσει την ελληνική παραδοσιακή μουσική με επιτόπιες έρευνες και καταγραφές αλλά και με έρευνα στα αρχεία της Ακαδημίας Αθηνών ως τον Αύγουστο του 1959. «Ήμουν εξαιρετικά τυχερός που είχα προσκληθεί να συντονίσω την έρευνα στο Λαογραφικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών από το Διευθυντή του, Γεώργιο Κ. Σπυριδάκη. Έφτασα στην Αθήνα αρχές Σεπτεμβρίου 1958 και το γραφείο μου ήταν στο ίδιο δωμάτιο με το γραφείο του Σπύρου Δημ. Περιστέρη και του Γεωργίου Α. Μέγα. […] Οι δύο αυτοί λόγιοι άσκησαν τεράστια επίδραση στην έρευνά μου και υπήρξαν αστείρευτη πηγή έμπνευσης…»
Η διατριβή αφορούσε το τσάμικο της Πελοποννήσου και της Ρούμελης και όχι για το τσάμικο της Ηπείρου ή του Ξηρομέρου. (Μια μουσική ανάλυση του φωνητικού και ορχηστρικού Τσάμικου της Ρούμελης και της Πελοποννήσου). Ήταν επιβεβλημένο να γίνουν επιτόπιες ηχογραφήσεις σε διάφορα απομακρυσμένα χωριά αυτών των περιοχών.
Με αφορμή το οχταήμερο ετήσιο πανηγύρι στον Ορχομενό, ταξίδεψε τον Οκτώβριο του 1958 με σκοπό τις ηχογραφήσεις. «Στη μικρή πόλη του Ορχομενού […] συνέβη ένα περιστατικό που άσκησε καταλυτική επίδραση στις επιτόπιες έρευνες ανά την Ελλάδα». Μια μαυροφορεμένη γυναίκα προσφέρθηκε να τραγουδήσει με σκοπό να την ηχογραφήσει ο κ. Τσιάνης. «καθώς άρχισε να τραγουδάει το γνωστό τσάμικο “Μη με κοιτάς που γέρασα κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου”, δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα ρυτιδιασμένα μάγουλά της. […] Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πόσο σημαντική ήταν η παραδοσιακή μουσική για τους κατοίκους των χωριών. Υποσχέθηκα να συνεχίσω τις έρευνες και τις ηχογραφήσεις στην Ελλάδα για όσο θα μπορούσα. Και τήρησα πιστά την υπόσχεσή μου».
Πράγματι από το 1958 επιστρέφει στην Ελλάδα τους καλοκαιρινούς μήνες για επιτόπιες εκστρατείες καταγραφής. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε τις δυσκολίες που συνάντησε κατά τις εκστρατείες για επιτόπια έρευνα. Στις περισσότερες περιοχές δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα και η συγκοινωνία ήταν υποτυπώδης έως και ανύπαρκτη. Για τις ανάγκες των ηχογραφήσεων, «[…] τον Ιανουάριο του 1959, δανείσθηκα από την Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, μια φορητή γεννήτρια που λειτουργούσε με βενζίνη, ώστε να παρέχω ρεύμα στη συσκευή ηχογράφησης. Ζύγιζε συνολικά ογδόντα οκτώ οκάδες. […] Η μεταφορά της τεράστιας γεννήτριας, της απαραίτητης βενζίνης και πετρελαίου για μερικές εβδομάδες ηχογραφήσεων, των είκοσι τριών κιλών του εξοπλισμού ηχογράφησης, κασετών μικροφώνων, καλωδίων από την Ακαδημία Αθηνών ως τον τόπο προορισμού αλλά και της επιστροφής, ήταν εφιαλτική […]» «[…] όταν αποβιβασθήκαμε στην Κύθνο, όλος ο βαρύς εξοπλισμός φορτώθηκε σε ένα μουλάρι που θα μας ακολουθούσε στον μακρύ ανηφορικό δρόμο προς το χωριό Δρυοπίς […]» «[…] Μετά από πολλά πρακτικά προβλήματα, κατάφερα να μισθώσω ταξί για να με μεταφέρει από την Τρίπολη στο Βαλτάτσι. Μόνο όταν ο οδηγός έστριψε από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο βόρεια της Τρίπολης σε έναν στενό χωματόδρομο γεμάτο λακκούβες, αυλάκια και μεγάλες πέτρες, διασχίζοντας όχθες στεγνών ποταμών, τότε αντιλήφθηκα τον λόγο της απροθυμίας των οδηγών να κάνουν αυτή τη διαδρομή […].»
Καρπός της μακρόχρονης και επίπονης έρευνας από διάφορες περιοχές της Ελλάδας (Ρούμελη-Ορχομενός, Κύθνο-Δρυοπίς, Πελοπόννησο-Βυτίνα, Δάρα, Κανδύλα, Χρυσοβίτσι, Νεστάνη, Λυκοχία, Λυγουριό, Βαλτσέτσι, Σαμοθράκη, Κάσο, Νότιες Κυκλάδες-Αμοργός, Σίφνος, Άνδρος, Σκινούσα, Κουφονήσι, Σκύρο, Δωδεκάνησα) μέχρι το 1993 είναι η συλλογή δύο χιλιάδων διακοσίων (2.200) ηχογραφημένων μουσικών δειγμάτων. Αντίγραφα σχεδόν όλων αυτών των ηχογραφημένων δειγμάτων, έχουν γίνει δωρεά στα Αρχεία Παράδοσης και Παραδοσιακών τραγουδιών της Ακαδημίας Αθηνών.
Εκτεταμένες ηχογραφήσεις Μεξικανικής και Ινδιάνικης μουσικής πραγματοποίησε τους καλοκαιρινούς μήνες του 1960 σε συνεργασία με το τμήμα Παράδοσης του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στις Πολιτείες Jialisco και Michoacán στο Μεξικό.
Ακούραστος εργάτης, τα καλοκαίρια έτρεχε για επιτόπιες έρευνες και τον χειμώνα αφιέρωνε τον «ελεύθερό» του χρόνο στη συγγραφή. Ο κ. Τσιάνης έχει συγγράψει εκτενείς μελέτες κυρίως για διάφορα θέματα της ελληνικής δημοτικής μουσικής:

1. The vocal and instrumental tsamiko of Roumeli and the Peloponnesus (διδακτορική διατριβή), University of California at Los Angeles, 1967, δύο τόμοι, 502 σελ.
2. “Aspects of Melodic Ornamentation in the Folk Music of Central Greece” Selected Reports, Institute of Ethnomusicology, University of California at Los Angeles, 1960, σελ. 89-119.
3. Folk songs of Mantinea, (Region of Arcadia, Peloponnesus,Greece) (Berkeley/Los Angeles University of California Press, 1965, 171 σελ.
4. “Neohellenic Folk Music”, New Grove Dictionary of Music and Musicians (London: Mac Millan Press, 7 τόμοι, σελ. 675-82, 14 col., 1979).
5. “Survival of Greek Folk Music in New York”, New York Folklore (τομ. XIV, ΑΡ. 3-4, 1988, ΣΕΛ.37-48 ) .[6]
6. Folk songs of the Central Peloponnesus, Greece (Δημοτικά Τραγούδια της Κεντρικής Πελοποννήσου) δίγλωσσο, περιλαμβάνει 6 cds, έκδοση Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα και το Κέντρο Έρευνας της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
7. «Δημοτικά τραγούδια της Σκύρου» από το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2003 (+4 δίσκοι πυκνής εγγραφής (cds) –δίγλωσση έκδοση, ελληνικά-αγγλικά).
8. «Δημοτικά τραγούδια από το Βαλτέτσι Αρκαδίας» από το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών 2010 (δύο τόμοι, δώδεκα δίσκοι πυκνής εγγραφής (cds) και ένα δίσκο εικόνας και ήχου (dvd).
9.George Demetrios Grachis: America’s Greatest Greek Violinist and Instrument Maker (part I, II) Λαογραφία, a Journal of the International Greek Folklore Society, September/October 1994 pp. 2-6, January/February 1995, pp. 9-14.
10. The Folk Music of Skyros, Λαογραφία, a Journal of the International Greek Folklore Society, November/December 1990, pp. 4-9.
11. The Folk Music of Skyros, The World and I: A Chronical of our changing era, (a publication of the Washington Times Corporation) May 1989, pp.632-44.
12. Greek Folk Music in America 1918-1947 (from 78 rpm recordings recorded and issued in America), AF-91 (mono), Pop Eleven, Athens, Greece. Musical analysis and descriptions of folk musical instruments.
13.”Greek traditional music: tunes and songs of Crete”, from the James A. Notopoulos Collection, Harvard University, Crete University Press, Greece.
14. Yvonne R. Lockwood. Text and Context: Folksongs in a Bosnian Muslim Villag, Yugoslavia. Slavica Publishers, Inc. 1983. Song texts, analysis, photos, music, bibliography, 200pp, Journal of the Society for Ethnomusicology, Volume XXXI, No. 1, Winter 1987, pp.139-40. (book review).
15. “Greek Folk Music: In a State of Change”, The Society for the Preservation of the Greek Heritage, Newsletter No 22, July – August, 1986, pp.3-4.
16. “Greek Folk Music: Style, Repertory and Instruments, Program Book, Ethnic folk arts Center, New York City, pp.25-33, 1982.
17.”A Glimse of Greek Music in America”, Program Book, Ethic Folk Arts Center, New York City, pp.3-4, 1982.
18. A Introduction to Greek Folk Music, Analytical Notes, Transcriptions and bibliography. Booklet accompanying two volumes of recordings, folkways records, FSS 34024, Vol. I FSS 34025, Vol II, New York City, New York, 30pp. (project and publication made possible by the Herbert H.Lehman College of the City University of New York and the National Endowment for the Arts, 1982).
19. Ellen Frye. The Marble threshing Floor: A collection of Greek Folk songs. Austin: The University of Texas Press (Publication of the American Folklore Society, Memoir Series, volume 57), 1973, xvi+327 pp.,Greek text, English translations, music, notes: The Quarterly Journal of the library Association, vol. 31, No. 2 December 1974, pp. 301-02. (Book review).
20. Samuel Baud-Bovy. Chansons populaires de Crete Occidentale. Geneve, Switzerland: Minkoff, 310 pp., Greek text, French translations, music, record. Journal of the Society of Ethnomusicology, XVIII, No. 3, September 1974, pp. 453-4. (Book review).
21. “Greek Folk Music” Balkan Music and dance Wookshop, Coral Gables, Florida, University of Maiami, 1974, pp.1-9.
22. Academy of Athens, Greece. Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου Αθήνα: Academy of Athens 1971, K’ – KA’ (XX-XXI), 529 pp. Yearbook of the International Folk Music Council Volume III. (Book review).
23. Discovering The Music of the Middle East and the Balkans. Film Associates Santa Monica, California, 19 minutes, color, 16mm, 1969. Served as musical director, script author, and performer.
24. The Music of Greece. The National Geographic Society, Washington. D.C.,1969. Author of descriptive notes, analysis of musical examples, folk musical instruments, and supervised the field recordings in Greece. LP record.
25. The Arab World: Its music and its people. Sponsored by the World Federation of United Nations Association, Desto Records, D-504, 1968-69, LP record.
26. Ellinika laika musika organa (Greek folk musical instruments). Athens: Office of the Ministry of National Education and Culture, 1965, 59 pp, bibliog.., index, 24 plates, modern Greek and French texts. Journal of the Society of Ethnomusicology, XIII, No. 3, September 1969, pp. 570-1.
27. “Bouzouki: The Music of Greece”, Journal of the Society for Ethnomusicology, XIII, No. 3, September 1969, pp. 591-92.
28. Discovering the Music of Africa. Film Associates, Santa Monica, California, 19 minutes, color, 16mm, 1968. Served as musical director and script author.
29. Discovering the Music of Japan. Film Associates, Santa Monica, California, 18 minutes, color, 16mm, 1968. Served as musical director and script author.
 30. Acollection of traditional and Popular songs and dances of Greece. Philips Connoisseur collection, LP recording, PCC-613, recorded in Greece.
31. “Some Observations on the Mixed-Dance in the Peloponnesus”, Λαογραφία, (Journal of the Greek Folklore Society, Greece), IH, 1959, pp. 244-256.

            Η αγάπη του για τον τόπο των γονιών του και της παραδοσιακής μουσικής της Ελλάδας, τον οδήγησαν στη διοργάνωση Φεστιβάλ. Το 1975-1976, διορίστηκε ως εκπρόσωπος των ΗΠΑ στην Ελλάδα για το Φεστιβάλ «δισεκατονταετίας Παράδοσης και Παραδοσιακής μουσικής». Σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, την Ελληνική Πρεσβεία στην Ουάσιγκτον και την Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, επέλεξε είκοσι πέντε τραγουδιστές, χορευτές και οργανοπαίκτες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, για να παρουσιάσουν σε συναυλίες στην Ουάσιγκτον και σε διάφορες πόλεις της Αμερικής, παραδοσιακή μουσική και τραγούδια από διάφορες περιοχές της Ελλάδας.
Διοργάνωσε επίσης μέσω του Πανεπιστημίου, εκδηλώσεις με θέμα «Φόρος Τιμής στην Ελλάδα. Μια Γιορτή του Ελληνικού Πολιτισμού» (1996-99). Σκοπός των εκδηλώσεων ήταν να παρουσιαστεί ο πολιτισμικός πλούτος της χώρας μας απ’ την Αρχαιότητα ως την σύγχρονη Ελλάδα (Κλασικός -Βυζαντινός- Σύγχρονος).
Η προσφορά και η αφοσίωσή του στην διάσωση και διατήρηση της Ελληνικής Παραδοσιακής Μουσικής, η άριστη γνώση της ειδικότητάς του, έγιναν αφορμή να τιμηθεί απ’ την Παναρκαδική Ομοσπονδία Αμερικής, το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και το Ίδρυμα Smithsonian Washington, D.C.. Η Ακαδημία Αθηνών και γενικότερα η «Ελλάδα», πότε άραγε θα αναγνωρίσουν την προσφορά του, πότε θα τον τιμήσουν;
Ο κ. Τσιάνης, δεν παραπονιέται και δεν ενδιαφέρεται για βραβεία. Δουλεύει ακούραστα ακόμα και σήμερα, στα ογδόντα έξη του χρόνια τις ηχογραφήσεις των τραγουδιών και των σκοπών που συγκέντρωσε στη Κύθνο, τα Θερμιά όπως την έλεγαν τότες, το Γενάρη του 1959, για να μην χαθούν στη λησμονιά του χρόνου. Εγώ τον ευχαριστώ από καρδιάς.


Πληροφορίες:

1. Βιογραφικό Σημείωμα που μου παραχώρησε ο κ. Τσιάνης τον Απρίλιο του 2004.
2. Συνέντευξη που μου παραχώρησε την 1/4/2004 στο σπίτι μου στην Αθήνα (Γαλάτσι, Λέσβου 41)
3. Συμπληρωματική συνέντευξη που μου παραχώρησε στις 18/4/2004 στην Αθήνα (Ιλίσια, Θερμοπυλών 2)
4. Σωτήριος Τσιάνης, «Δημοτικά Τραγούδια της Σκύρου», εκδ. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 2003.
5. Σωτήριος Τσιάνης, «Δημοτικά τραγούδια από το Βαλτέτσι Αρκαδίας», εκδ. Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 2010.
6. Δ. Β. Κοφτερός, «Δοκίμιο για το Ελληνικό σαντούρι», εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1991, 1997.
7. Δ. Β. Κοφτερός, «Μυτιληνιό σαντούρι», εκδ. Αιολίδα, Μυτιλήνη 2011.
8. Δ. Β. Κοφτερός, «Μελίφθογγο Ελληνικό Σαντούρι, Πρακτική και Εκμάθηση», εκδ. Φίλιππος Νάκας, Αθήνα 2005.

Δ. Β. Κοφτερός, Μυτιλήνη 2012

*Ο Δ. Β. Κοφτερός είναι δεξιοτέχνης, δάσκαλος του σαντουριού και συγγραφέας. Διατέλεσε μαθητής του Τάσου Διακογιώργη και ήταν τακτικό μέλος της ορχήστρας του συγκροτήματος της Δόρας Στράτου. Έχει συμμετάσχει σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και μουσικολογικά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, σε προγράμματα παραδοσιακής μουσικής στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο και σε διάφορες δισκογραφικές δουλειές. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται βιβλία για το σαντούρι και άρθρα για την παραδοσιακή μουσική, ιδιαίτερα για τη Λέσβο.


[1]Γεώργιος Δημητρίου Γράτσιας (1882-1965), σπουδαίος παίκτης βιολιού και κατασκευαστής μουσικών οργάνων.
[2] Κύμβαλο ή τσίμπαλο, όργανο των Ούγγρων και Ρουμάνων, χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες σαντουριέρηδες, απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα. Στην Αθήνα, το Αγρίνιο αλλά και σε άλλα αστικά κέντρα, τα καφέ-αμάν έφερναν Ρουμάνους και Ούγγρους μουσικούς, οι οποίοι στην ορχήστρα τους είχαν κύμβαλο. Το βιρτουόζικο παίξιμο των τσιγγάνων δεν άφησε ανεπηρέαστους τους Έλληνες σαντουριέρηδες. Μερικοί μάλιστα πήραν μαθήματα και άλλαξαν το σαντούρι με το κύμβαλο. Στην Αμερική, οι Έλληνες μετανάστες - σαντουριέρηδες, άλλαξαν το σαντούρι με το κύμβαλο για να μπορούν να παίζουν το «κλασικό» ρεπερτόριο, δηλαδή χόρες, Ουγγρικούς σκοπούς, άριες, βάλς του Chopin, κ.α..
[3] Σπύρος Κων/νου Στάμος, σαντουριέρης και κυμβαλίστας, δάσκαλος του κ. Τσιάνη.
[4] Καρατάσος Νίκος, Πειραιώτης κυμβαλίστας, φίλος του κ. Τσιάνη.
[5] Shounda, η καλύτερη φίρμα των Ουγγρικών κύμβαλων.
[6] Εδώ υπάρχουν πληροφορίες για το Μυτιληνιό σαντουριέρη Παναγιώτη Κονσούρο ή «Μυτιληνιό». Περισσότερες πληροφορίες μου έστειλε με email στις 19/11/2010 για τον Κονσούρο και για τον επίσης Μυτιληνιό Εμμανουήλ Ζερβέλη. Μου γράφει: «Δυο μικρά νέα για τον Εμμανουήλ Ζερβέλη -τσίμπαλο- και ένας παλαιός που ήταν εδώ στην Αμερική. Σ’ ένα γράμμα που μου έγραψε το 1968 ο Σπύρος Στάμος, γράφει για τους οργανοπαίκτες (στα Αγγλικά). Για τον α) Παναγιώτη Κονσούρο ή «Μυτιληνιό». Ήταν οργανοπαίκτης σαντουριού, ο καλύτερος που έχω ακούσει ποτέ… Επειδή ήταν απ’ τη Μυτιλήνη τον αποκαλούσαν Μυτιληνιό. Ήταν στην Αμερική και έπαιζε σε Ελληνικά καφέ. Έπαιξε με τον πατέρα μου Κων/νο Στάμου, κλαρινετίστα. Ο Μυτιληνιός ήταν εξαίρετος κύριος. Είχε αγαπήσει τρελά μια Αμερικανίδα χορεύτρια. Όταν έφυγε από την Αμερική για να γυρίσει στην Ελλάδα, νομίζω γύρω στο 1920, τρελάθηκε και πέθανε στο σπίτι του στη Μυτιλήνη. […]
β) Άλλος ένας εξαιρετικός κυμβαλίστας από τη Μυτιλήνη, ήταν ο Εμμανουήλ Ζερβέλης. Τον άκουσα να παίζει κύμβαλο στην πόλη της Νέας Υόρκης, στου Παπαγκίκα το καφέ όπου έπαιζα κι εγώ. Ανέβηκε στην πίστα και έπαιξε μερικούς Ουγγρικούς σκοπούς και μερικά Βάλς του Σοπέν. Όταν τον άκουσα ήθελα να πετάξω το κύμβαλό μου στη θάλασσα. Τόσο καλός ήταν